χρωματικότητα

χρωματικότητα
η, Ν [χρωματικός]
1. η απόδοση χρωματικών τόνων σε έργο ζωγραφικής
2. μουσ. η χρήση φθόγγων ξένων προς τον τρόπο ή την διατονική κλίμακα μιας σύνθεσης, για να εντείνουν ή να χρωματίσουν τη μελωδική γραμμή ή την αρμονική πλοκή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”